6.8.07

τα καλοκαίρια...


Η άνοιξη φτάνει στο τέλος της. Οι μυρωδιές της όμως έχουν διαποτίσει κάθε γωνιά και κάθε χαραμάδα του δωματίου. Με ξεσηκώνουν και με ζαλίζουν, παρηγορώντας με που τον πρωινό καφέ της Κυριακής θα τον πιω χωρίς παρέα.
Ελπίζω να έχει συνέλθει από το χτεσινό μας μεθύσι, σκέφτηκα καθώς ο θόρυβος της μηχανής του αυτοκινήτου έφτανε στ’ αυτιά μου. Κινήθηκα να ρίξω λίγο νερό πάνω μου και να δω πώς θα κοντρολάρω κι εγώ το δικό μου. Τραβάω τις κουρτίνες κι ένας πρωινός ήλιος όλο νάζι ορμάει και με καλεί ν’ απολαύσω τα χάδια του. Δεν κατάφερα να του αντισταθώ. Αντί να πιω τον καφέ μου ακούγοντας τον πρωινό εκφωνητή του ραδιοφώνου, άφησα τον ήλιο να με παρασύρει κι έκλεισα την πόρτα πίσω μου. Είχε ήδη καταφέρει να εξοντώσει την παγωνιά της προηγούμενης νύχτας κι η πλατεία είχε προλάβει με τη σειρά της να μαζέψει τους συνταξιούχους της γειτονιάς και τους κάθε λογής αργόσχολους. Τελικά κανείς ποτέ δεν μπορεί να είναι σίγουρος για το πότε η θερινή περίοδος ξεκινάει...
Τα καλοκαίρια με τις μεγάλες μέρες…

Τα καλοκαίρια κάτω απ’ την κληματαριά της αυλής…
Τα μεσημέρια με τη γιαγιά να πηγαινοέρχεται και να φωνάζει να μην κάνουμε φασαρία…
Τότε που οι μέρες ήταν γεμάτες και τα μεγαλύτερα προβλήματα σταματούσαν στα γδαρμένα γόνατα, τα χρόνια γεμάτα ήχους, γέλια και φωνές, σιωπή και τρυφερότητα, όταν δεν υπήρχε ακόμα ο φόβος της χαράς. Τότε που τα παραμύθια τέλειωναν …κι αυτοί περάσανε καλά κι εμείς καλύτερα, και το πιστεύαμε ακόμα…
Ανάμεσα στις πιο ευχάριστες στιγμές της πρώτης μου ζωής ήταν τα παραμύθια. Όχι, η γιαγιά μας δεν έλεγε παραμύθια. Δεν την ρώτησα ποτέ αλλά είμαι σίγουρη πως δεν ήξερε κανένα. Τα παραμύθια τα έλεγε η μητέρα μας καθώς προσπαθούσε να μας πείσει να φάμε κάποιο φαγητό που δεν μας άρεσε ή το βράδυ όταν έκλεινε το φως για να κοιμηθούμε κι αφού πρώτα είχαμε ξεμπερδέψει με τον καυγά για το πού θα καθίσει, εφόσον όλοι την διεκδικούσαμε στο κρεββάτι μας. Τα παραμύθια μας τα διάβαζε τα βράδια η θεία, η αδελφή του πατέρα μας που έμενε ακόμα στο ίδιο δωμάτιο με τη γιαγιά κι ας είχε μεγαλώσει, κι άλλα παραμύθια μας έλεγε ο θείος, ο δίδυμος αδελφός της μητέρας μας που ήταν αυτοσχέδιες ιστορίες οι οποίες πάντα συνοδεύονταν από τ’ αντίστοιχά τους σκίτσα, φτιαγμένα πρόχειρα στο μικρό μπλοκάκι του που είχε για τα βερεσέδια. Τίποτα όμως, ποτέ δεν μπόρεσε να ξεπεράσει τ’ αυτοσχέδια παραμύθια του παππού που είχαν πάντα την γλυκιά γεύση εκείνου που δεν τελειώνει υιοθετώντας ένα στυλ μεταξύ περιπέτειας και road-movie κι αφήνοντας πάντα πίσω τους μια περίεργη αίσθηση λόγω του δυσδιάκριτου των ορίων μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας, η οποία και έκανε τα πάντα να φαντάζουν δυνατά…


Τα καλοκαίρια με τις μεγάλες μέρες άλλοτε…
Σήμερα τα παραμύθια έχουν προ πολλού τελειώσει και κανείς πια δεν πιστεύει πως στο τέλος ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα. Κυνηγάμε το χρόνο που πάντα καταφέρνει να ξεγλυστράει. Το σκάει προς άγνωστη κατεύθυνση και πίσω του εμείς λαχανιασμένοι αναζητάμε μερικές στιγμές που ταιριάζουν για να τις ξοδέψουμε μαζί…
xiozil_Μάιος 2004

1 σχόλιο:

dyosmaraki είπε...

Προτιμώ να ζω μεταξύ παραμυθιού και πραγματικότητας......έστω και αν γνωρίζω την αλήθεια.....