8.12.07

Αγαπημένε μου Άγιε Βασίλη

__________












Θέλω να μου φέρεις μια μηχανή του χρόνου. Δεν με νοιάζει αν θα πηγαίνει προς τα μπροστά, ούτε και θέλω να μάθω το μέλλον. Θέλω μόνο να πηγαίνει πίσω, για να πηγαίνω στο Super Market και να μην ψάχνω να βρω ποιον λογαριασμό θα αναβάλω για τον επόμενο μήνα.
Αν σου ζητάω κάτι πολύ δύσκολο και δεν έχεις στο εργαστήρι σου καμμία, θα ήθελα να μου στείλεις έναν χορδιστή νεύρων.
___________
Ελπίζω να μην με ξεχάσεις όπως πέρυσι.
Πολλά φιλιά
xιοzίλ
______

20.10.07











Γιατί την πολυθρόνα την λένε πολυθρόνα
αφού χωράει μόνο έναν;

16.10.07

Με κουράζει…
Ίσως κι εγώ να το έχω κουράσει.
Δυσκολευόμαστε να συνεργαστούμε.
Εδώ εγώ, αλλού εκείνο.
Μιλάω για το μυαλό μου…

11.9.07

τελείες



Μάσαγες τα λόγια σου προσπαθώντας να μου εξηγήσεις για την απόφαση που είχες αλλάξει.
Περιττός κόπος. Αν άφηνες το άγχος σου στην άκρη θα μπορούσες να δεις την ανακούφιση στο βλέμμα και την χροιά της φωνής μου.
Αν μ’ άφηνες να σου μιλήσω θα είχες την ευκαιρία ν’ ακούσεις πως η μητρότητα που άλλοτε μπορούσα να παρέχω, μου έχει προ πολλού τελειώσει.
___________

4.9.07

παύσεις

___________

Οι σκέψεις σταμάτησαν να κυλούν,
έπαψαν να μετατρέπονται σε λέξεις…


Το μολύβι μένει να κοιτά μ’ απορία
του χαρτιού την εκθαμβωτική λευκότητα.
Το λευκό κουράζει τα μάτια κι εκείνα κλείνουν
παραδίνοντας τις άκρες των δακτύλων
στην αγκαλιά του Μορφέα.

Τρομαγμένο κυλάει το μολύβι
βιαστικά ως την άκρη του τοίχου
και μένει κρυμμένο εκεί…
αγκαλιά με το πάτωμα.














*Το σχέδιο είναι του Μιχάλη Παπαδάκη

26.8.07

______________________________


________________
Πάγωσε κάθε άλλη σκέψη...

21.8.07

άτιτλο
















__________________________________

Κόκκινο το φεγγάρι και μεθυσμένος ο Αύγουστος.
Η λάμψη της λάμας ψιθυρίζει ερωτόλογα στις ακακίες.
Το κύμα ραγίζει, στα δύο κόβεται ο χρόνος.
Μια χούφτα στάχτη στην άμμο.
Ήχος μυρτιάς στα χαλάσματα.
Ταξιδεύει, σιωπηλός καβαλάρης, ο έρωτας,
δρόμος και ταξιδιώτης συνάμα.
Σκεπασμένα με βρύα τα υγρά μονοπάτια,
οι δεσμοί του ανθρώπου με το χρόνο.
Τρέμοντας προχωράει η αυγή.
Ο βοριάς ξεσηκώνει την έρημο,
ταράζεται η σιωπή…
Κραυγές τα όνειρα.
Σκοτώνουν τον ύπνο…

_________________________

18.8.07

question???





_________

Η κάλπη και ο κάλπικος έχουν την ίδια ρίζα;;;

_______

17.8.07

χριστοδούλου χριστίνα












Χτίζω κάστρα με τα συναισθήματα
και μόνη τα γκρεμίζω.
Μοναδικό παιχνίδι των καιρών.
Φτιάχνω τραγούδια με ξεχασμένες λέξεις
και ύστερα κλαίω.
Κι αυτή είναι η πίκρα των καιρών.
Φωνάζω ονόματα κι ύστερα φεύγω
κι αυτή είναι η αλήθεια των καιρών.
Κι ύστερα...
Φτιάχνω τις μάσκες μου
και τις στολίζω
και τις φοράω
το πρόσωπό μου να μην βλέπετε
να μην το αυλακώνετε.
Μοναδικό στολίδι των χρόνων που έζησα
και των καιρών.
______________
χριστοδούλου χριστίνα
_______________
_______________
* ο τίτλος παραπέμπει στην πηγή
** η φωτογραφία είναι από εδώ

12.8.07

η νήσος των λωτοφάγων


Η αρχή ήταν φως κι υετός,
δρόσος σε φύλλα πράσινα, σταχτί στο χώμα.
Νεφοστεφής, πρώιμος ήλιος στεγνώνει
γη, χαμομήλι και φασκόμηλο, φύλλα και φρύγανα.
Άρωμα μεσημεριού σταλάζει πάνω στις ώρες,
εξαερώνει στην έρημο μύθους και θυμούς αδέσποτους.
Το χρώμα του δειλινού βάφει τον καρπό
καθώς φως ιδρωμένο σωριάζεται στο στεγνό χορτάρι.

Λυκόφωτος γέννημα, έρωτας,
ανδρώνεται στους ήχους της σελήνης…
Σκοτεινό θρέμμα, σιδερένιο δόρυ,
χάρτινη ασπίδα και ξύλινο άλογο
γίνεται λόγος και ρυθμός ξένος.

Ύστερα γεννήθηκε η μνήμη, αλγεινή,
με φαιοκίτρινους καταρράχτες κι ιώδεις θύελλες,
σε κατάλευκα μάρμαρα νύχτες ασέληνες,
με ήχους ψιθυριστούς από βουβές κουκουβάγιες
και βροχή φλύαρη να λασπώνει το χώμα.
Σαν βέλος καρφώθηκε στις ρίζες.
Το αίμα έτρεξε, το μονοπάτι άνθισε.

Ο άνεμος πριονίζει τα κλαδιά σφυρίζοντας,
τα ίχνη της αγκαλιάς σου, αρμύρα της θάλασσας
με ήχο στεγνό σε χρόνο ασάλευτο.
Παραμονεύεις σε περάσματα γνώριμα
κι η πάχνη της αυγής γεμίζει τα μάτια.
Τη φωτιά θα φέρει ο παγωμένος κεραυνός
που ξαγρυπνά τον έρωτα, τον θάνατο,
τον θάνατο του έρωτα, τον έρωτα του θανάτου...
xιοzίλ_04.12.06
_______________________

9.8.07

Η απέναντι πολυκατοικία














Έχω κι εγώ τις εμμονές μου. Εννιά χρόνια τώρα ζω στο κέντρο της πόλης κι αρνούμαι πεισματικά ν’ αλλάξω γειτονιά παρά τις αναποδιές που έτυχε να προκύψουν. Είναι η ασφάλεια που παρέχει η συνεύρεση με πρόσωπα γνώριμα, η καλημέρα που θα πεις χωρίς να πέσει κάτω, η χαρά όταν σε πετυχαίνουν στη στάση και θέλουν να μοιραστούν τα νέα τους, να μάθουν τα δικά σου… Όχι όλοι. Εκείνοι που τυχαίνει να εκπέμπετε στο ίδιο μήκος κύματος. Κι αυτό έχει μια άλλη διάσταση από την κακοπροαίρετη περιέργεια της επαρχίας ή από την τυπική καλημέρα στη δουλειά.
Κοιτώντας την απέναντι πολυκατοικία, βλέπω πάνω της και κομμάτια δικά μου. Είναι η πολυκατοικία που έμενα κι εγώ σ’ αυτήν πριν έρθω εδώ επειδή ο ιδιοκτήτης αποφάσισε να πουλήσει το διαμέρισμα. Ο κύριος Ν. έχει γεράσει και το πρόβλημα με την όραση του χειροτερεύει. Κάθε φορά που του λέω “καλημέρα”, στέκεται ένα-δυο δευτερόλεπτα να μ’ αναγνωρίσει προτού απαντήσει. Δεν ξέρω αν θυμάται πώς γνωριστήκαμε. Ο σκύλος του αποπειράθηκε να με δαγκώσει την πρώτη μέρα που έφτασα στο νέο μου σπίτι. Τώρα πως και γιατί πίστευε πως ο ρόλος του θυρωρού απαιτεί και σκύλο ο οποίος κυκλοφορεί ελεύθερος στους διαδρόμους της πολυκατοικίας δεν γνωρίζω. Το γεγονός είναι πως από εκείνη τη μέρα, ο σκύλος δεν κυκλοφορούσε όποτε και όπου ήθελε στο μικρό απέναντι χωριό. Η Μ. από τον τέταρτο, δεν μπορεί ν’ αρκεστεί σε μια καλημέρα. Οι αγκαλιές και τα φιλιά θα τη συνοδέψουν κάθε φορά που θα διασταυρωθούν οι δρόμοι μας. Η κυρία Λ. που εξακολουθεί να μένει στο υπόγειο και να καθαρίζει την πολυκατοικία κάθε Κυριακή, φοράει πάντα μια θλίψη στο πρόσωπό της τα δυο τελευταία χρόνια- από τότε που έχασε τον άντρα της κι αντικατέστησε τα πολύχρωμα φορέματα με τα μονότονα μαύρα της χηρείας.
Το ζευγάρι του τρίτου το γνωρίζω περισσότερο από τότε που ήρθα στην απέναντι πολυκατοικία. Δεν τους είχα συναντήσει ποτέ. Πίνουν τον απογευματινό τους καφέ στο μπαλκόνι, καθώς ο νεαρός ετοιμάζεται ν φύγει, ενώ η κοπέλα του έχει πριν λίγο επιστρέψει. Μοιάζει κι οι ίδιοι να δυσκολεύονται να βρουν κοινούς χρόνους και μου θυμίζουν δικούς μου χρόνους άλλους…
Η γιαγιά του ισογείου που της κατέβαζα τα σκουπίδια και ποτέ δεν χρειάστηκε να τη ρωτήσω τ’ όνομά της -το γιαγιά μου άρεσε κι απ’ ότι φαίνεται και στην ίδια- δεν ζει πια. Ένα πρωινό του καλοκαιριού του 2006, έπινα τον καφέ μου στο μπαλκόνι, όταν ήρθε το περιπολικό και κόσμος πολύς μαζεύτηκε στο διαμέρισμα του απέναντι ισογείου. Η κοπέλα που την φρόντιζε την είχε βρει νεκρή εκείνο το πρωί. Δεν είμαι σίγουρη γιατί, αλλά ο θάνατος της μ’ επηρέασε στον ίδιο, ίσως και μεγαλύτερο, βαθμό από τον χαμό δικών μου αγαπημένων προσώπων. Ίσως η αίσθηση της μοναξιάς, της εγκατάλειψης, το γεγονός ότι έφυγε αβοήθητη και τόσο μόνη…
Τώρα το διαμέρισμα έχει πια πουληθεί και στεγάζει τα γραφεία δυο δικηγόρων. Όπως άλλωστε και το διπλανό του. Εκείνο που άλλοτε είχα μείνει κι εγώ και πλέον στεγάζει το νεοαφιχθέν ζευγάρι…

Σημείο έναρξης το σχόλιο από τον Πλάγιο Ήχο:
“Στο απέναντι μονάχα μπαλκόνι, καθισμένος εκείνος ο γείτονας που ολόκληρο τον χρόνο δεν βρήκαμε χρόνο για μια καλημέρα και τώρα, Αύγουστος μήνας, καθόμαστε πάλι και συζητάμε.Από μπαλκόνι σε μπαλκόνι..Παραλειπόμενα ενός ακόμα χρόνου…”
εδώ.

7.8.07

ήσυχες μέρες του Αυγούστου

*************************

Alex Sussex
*************************

Alice Williams
*************************

Peggi Kroll Roberts
*************************
*************************
Michael O'Toole
*************************

Klimt
*************************
*************************
Klee
*************************
*************************
Kandinsky
*************************
*************************
Miro
*************************

Keith Mallett
*************************

Riki R. Nelson
*************************
*************************
Riki R. Nelson
*************************
*************************
Edvard Munch
*************************
_____________

6.8.07

τα καλοκαίρια...


Η άνοιξη φτάνει στο τέλος της. Οι μυρωδιές της όμως έχουν διαποτίσει κάθε γωνιά και κάθε χαραμάδα του δωματίου. Με ξεσηκώνουν και με ζαλίζουν, παρηγορώντας με που τον πρωινό καφέ της Κυριακής θα τον πιω χωρίς παρέα.
Ελπίζω να έχει συνέλθει από το χτεσινό μας μεθύσι, σκέφτηκα καθώς ο θόρυβος της μηχανής του αυτοκινήτου έφτανε στ’ αυτιά μου. Κινήθηκα να ρίξω λίγο νερό πάνω μου και να δω πώς θα κοντρολάρω κι εγώ το δικό μου. Τραβάω τις κουρτίνες κι ένας πρωινός ήλιος όλο νάζι ορμάει και με καλεί ν’ απολαύσω τα χάδια του. Δεν κατάφερα να του αντισταθώ. Αντί να πιω τον καφέ μου ακούγοντας τον πρωινό εκφωνητή του ραδιοφώνου, άφησα τον ήλιο να με παρασύρει κι έκλεισα την πόρτα πίσω μου. Είχε ήδη καταφέρει να εξοντώσει την παγωνιά της προηγούμενης νύχτας κι η πλατεία είχε προλάβει με τη σειρά της να μαζέψει τους συνταξιούχους της γειτονιάς και τους κάθε λογής αργόσχολους. Τελικά κανείς ποτέ δεν μπορεί να είναι σίγουρος για το πότε η θερινή περίοδος ξεκινάει...
Τα καλοκαίρια με τις μεγάλες μέρες…

Τα καλοκαίρια κάτω απ’ την κληματαριά της αυλής…
Τα μεσημέρια με τη γιαγιά να πηγαινοέρχεται και να φωνάζει να μην κάνουμε φασαρία…
Τότε που οι μέρες ήταν γεμάτες και τα μεγαλύτερα προβλήματα σταματούσαν στα γδαρμένα γόνατα, τα χρόνια γεμάτα ήχους, γέλια και φωνές, σιωπή και τρυφερότητα, όταν δεν υπήρχε ακόμα ο φόβος της χαράς. Τότε που τα παραμύθια τέλειωναν …κι αυτοί περάσανε καλά κι εμείς καλύτερα, και το πιστεύαμε ακόμα…
Ανάμεσα στις πιο ευχάριστες στιγμές της πρώτης μου ζωής ήταν τα παραμύθια. Όχι, η γιαγιά μας δεν έλεγε παραμύθια. Δεν την ρώτησα ποτέ αλλά είμαι σίγουρη πως δεν ήξερε κανένα. Τα παραμύθια τα έλεγε η μητέρα μας καθώς προσπαθούσε να μας πείσει να φάμε κάποιο φαγητό που δεν μας άρεσε ή το βράδυ όταν έκλεινε το φως για να κοιμηθούμε κι αφού πρώτα είχαμε ξεμπερδέψει με τον καυγά για το πού θα καθίσει, εφόσον όλοι την διεκδικούσαμε στο κρεββάτι μας. Τα παραμύθια μας τα διάβαζε τα βράδια η θεία, η αδελφή του πατέρα μας που έμενε ακόμα στο ίδιο δωμάτιο με τη γιαγιά κι ας είχε μεγαλώσει, κι άλλα παραμύθια μας έλεγε ο θείος, ο δίδυμος αδελφός της μητέρας μας που ήταν αυτοσχέδιες ιστορίες οι οποίες πάντα συνοδεύονταν από τ’ αντίστοιχά τους σκίτσα, φτιαγμένα πρόχειρα στο μικρό μπλοκάκι του που είχε για τα βερεσέδια. Τίποτα όμως, ποτέ δεν μπόρεσε να ξεπεράσει τ’ αυτοσχέδια παραμύθια του παππού που είχαν πάντα την γλυκιά γεύση εκείνου που δεν τελειώνει υιοθετώντας ένα στυλ μεταξύ περιπέτειας και road-movie κι αφήνοντας πάντα πίσω τους μια περίεργη αίσθηση λόγω του δυσδιάκριτου των ορίων μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας, η οποία και έκανε τα πάντα να φαντάζουν δυνατά…


Τα καλοκαίρια με τις μεγάλες μέρες άλλοτε…
Σήμερα τα παραμύθια έχουν προ πολλού τελειώσει και κανείς πια δεν πιστεύει πως στο τέλος ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα. Κυνηγάμε το χρόνο που πάντα καταφέρνει να ξεγλυστράει. Το σκάει προς άγνωστη κατεύθυνση και πίσω του εμείς λαχανιασμένοι αναζητάμε μερικές στιγμές που ταιριάζουν για να τις ξοδέψουμε μαζί…
xiozil_Μάιος 2004

4.8.07

ένας ακόμα Αύγουστος...

Vincent van Gogh












Σήμερα το φεγγάρι κρέμεται από την κεραία της απέναντι πολυκατοικίας. Κατέβηκε χαμηλά για να φωτίσει τα φύλλα των δέντρων του πάρκου που είναι πιο ακίνητα απ’ ότι σε φωτογραφία. Οι σταγόνες του ιδρώτα κυλάνε κατά μήκος της σπονδυλικής στήλης κι απειλούν να μουσκέψουν το σώμα. Ένα τριζόνι στο πάρκο κρατάει το ρυθμό σε ρόλο μετρονόμου. Η νύχτα μοιάζει απειλητική κι ο καύσωνας εξελίσσεται σε πλημμύρα.
Η ετοιμόρροπη γλάστρα στο ρετιρέ της απέναντι πολυκατοικίας με αγχώνει. Στον παρακάτω όροφο ετοιμάζονται ν’ απολαύσουν το δείπνο τους στο μπαλκόνι όπως η ζεστή βραδιά επιτάσσει. Το τραπεζομάντιλο στρώθηκε κι ο ήχος του μετάλλου στην πορσελάνη φτάνει στ’ αυτιά μου. Η γλάστρα είναι ακόμα στη θέση της.
Το ρολό του ισογείου είναι κλειστό αλλά στο ημίφως μέσα απ’ τις γρίλιες ξεχωρίζει η σιλουέτα του νεαρού που σηκώνεται και ντύνεται. Σε λίγο μια δεύτερη σιλουέτα ανασηκώνεται και παραμένει καθισμένη στο κρεββάτι. Ένα ζευγάρι προχωράει αργά στο πεζοδρόμιο, αγκαλιασμένοι σταματούν λίγο πριν συνεχίσουν και προκλητικά στέλνουν τα γέλια τους μέχρι τ’ αυτιά μου. Η γλάστρα είναι ακόμα στη θέση της.

Ένας ακόμα Αύγουστος, εισβάλοντας ορμητικά, έχει αρχίσει να ερημώνει την πρωτεύουσα αδειάζοντας στις εθνικές τ’ αυτοκίνητα που μέχρι πρότινος την κοσμούσαν. Πολύχρωμα σουβλάκια αυτοκινήτων κρέμονται από τους σταθμούς των διοδίων και τις εισόδους των λιμανιών, χαρούμενος διάκοσμος για την υποδοχή του Αυγούστου. Το Σούπερ Μάρκετ Αυγουστόπληκτο κι αυτό κι έρημο. Από τα οκτώ ταμεία λειτουργούσαν μόνο τα δύο και ουρά κανένα τους δεν είχε. Απόλαυση...
Ήσυχες ημέρες του Αυγούστου…
Στους δικούς μου χρόνους, ο Αύγουστος σηματοδοτεί τη λήξη. Τα έτη μου ξεκινάνε πάντα τον Σεπτέμβρη και τελειώνουν τον Αύγουστο. Μου ταιριάζει καλύτερα αυτή η τακτοποίηση του χρόνου. Η αίσθηση της ερήμωσης με τις μελαγχολικές της αναθυμιάσεις, η αναμονή της νέας έναρξης με τις εκρηκτικές της φυσαλίδες κι η ικανοποίηση της ολοκλήρωσης, υπογεγραμμένα από την αναμονή της Αυγουστιάτικης πανσελήνου, συναντώνται σ’ έναν πίνακα που συγκεντρώνει όλα τα χρώματα μα αδυνατεί ακόμα να πάρει μορφή.
Ο παρουσιαστής των ειδήσεων συνεχίζει με την ανακοίνωση των μέτρων για τις πυρκαγιές... Απτόητος... Ποτέ του δεν ενοχλήθηκε. Η παρουσία μου τον αφήνει αδιάφορο. Κι απουσία της προσοχής μου το ίδιο. Ανεπηρέαστος απ’ όσα συμβαίνουν στη δική μου ζωή συνεχίζει μιλώντας ακατάπαυστα για τις ζωές κάποιων άλλων, μακρινών ή πιο κοντινών συγκατοίκων μου σ’ αυτόν τον πλανήτη. Ζωές στα δελτία... Ζωές σε δόσεις...

28.7.07

προορισμοί

Την πέταξε τη μπάλα η Stardustia, την έπιασα εγώ. Σιγά που θα την άφηνα. Αγαπημένοι προορισμοί: Οι δικοί μου, ανήκουν στην κατηγορία των ανεκπλήρωτων ονείρων. Δεν έκανα ταξίδια μακρινά... που λέει κι ο ποιητής. Κι από μικρή ήθελα να γίνω φορτηγατζού για να γυρίσω τον κόσμο, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία...


Προορισμός Πρώτος: Να ήταν αυτό το σπίτι μου.















__________________________________
Μην το βλέπετε έτσι, δεν το έχω αγοράσει ακόμα. Του λείπουν τα κουρτινάκια στο πάνω πάτωμα, τα έπιπλα, οι ανάλογες ρυθμίσεις για την κουζίνα και το μπάνιο, η εσωτερική διακόσμηση κ.α.
Μ’ αυτό θα ξεκινήσω το ταξίδι, χωρίς εκκρεμότητες και πράγματα που με κρατάνε πίσω.




Προορισμός Δεύτερος: Το ταξίδι.










Χωρίς χρονοδιαγράμματα, προγραμματισμένες στάσεις, ημερομηνία λήξης.



Προορισμός Τρίτος: Μια επίσκεψη στο χωριό του φίλου μου, του Οβελίξ















Προορισμός Τέταρτος: Κάπως, κάπου, κάποτε να καταφέρω επιτέλους να αλλάξω μια φορά τον χρόνο εν πλω.















Προορισμός τελευταίος: Η επιστροφή...












__________________________________
...μόνο γιατί το θέλησα.
__________________________________

Κι η πάσα φεύγει για dreamerland, μορφέα, έτσι, αερόστατο, κουκουβάγια, raffinata κι όποιος θέλει την πιάνει.

27.7.07

...

Δεν σου μιλώ, σου γράφω.
Αδέσποτες κυκλοφορούν οι λέξεις.
Καλύπτουν την απουσία φαιο-κυττάρων.
Μπερδεύτηκαν οι έννοιες με τα νοήματα
οι θύμησες με τις επιθυμίες,
η νοσταλγία με τα όνειρα
κι οι μελωδίες με τους ήχους.
Το σώμα μου κι εγώ δεν είμαστε ένα.
Εγώ γράφω κι η καρέκλα μου είναι άδεια…

_______________________________ xιοzίλ





Kandinsky

when words fail... music speaks

25.7.07

Αναζητώντας το ρεστοράν στο τέλος του σύμπαντος

____ Το καλοκαίρι έχει μπει για τα καλά. Το θερμόμετρο τραβάει τον ανήφορο. Έτσι κάνει κάθε καλοκαίρι αλλά φέτος σα να είχε βάλει στοίχημα με τον εαυτό του να φτάσει όσο πιο ψηλά μπορεί. Κανένας δεν μπορούσε να πει με σιγουριά τι ήταν εκείνο που το επηρέασε. Έμοιαζε σα να είχε βάλει από νωρίς υψηλούς στόχους. Απ’ τις αρχές του χρόνου έβλεπε τις τιμές να τραβάν την ανηφόρα, τα ποσοστά ανεργίας να τις ακολουθούν, τις τηλεφωνικές υπηρεσίες να αποκτούν όλο και πιο υψηλές προδιαγραφές, τα δάνεια να αυξάνονται ξεπερνώντας κάθε προηγούμενο, τους πολιτικούς να μιλάνε για υψηλούς στόχους- ακόμα και οι συζητήσεις απέκτησαν τίτλους και λέγονταν πλέον υψηλού επιπέδου.
Ανησυχούσε, είχε ήδη αρχίσει να νιώθει μειονεκτικά: όλοι ψήλωναν και το άφηναν πίσω τους. Οι τιμές του έμοιαζαν ασήμαντες, ο κόσμος θα έπαυε ν’ ασχολείται μαζί του. Ένας μόνιμος κόμπος στο στομάχι δεν σταματούσε να του τονίζει πως στο τέλος του χρόνου θα ’χε μείνει μόνο του στα χαμηλά, με την πλέμπα, παρακατιανό κι ασήμαντο…
Όχι, κάτι τέτοιο δεν θα μπορούσε να το αντέξει. Ότι μπορούσε θα το έκανε για ν’ ανατρέψει μια τέτοια προοπτική. Έπρεπε άμεσα να επαναπροσδιορίσει τους στόχους του. Αναζήτησε συνεργάτες στην ατμόσφαιρα και το τσιμέντο και δημιούργησε το κατάλληλο team. Από κοινού κατάφεραν να πάρει δυσμενή μετάθεση η βροχή που τους χαλούσε τα σχέδια. Τώρα πια ήταν όλα θέμα χρόνου.
Έτσι, φτάσαμε ως εδώ. Το καλοκαίρι έχει μπει για τα καλά και το θερμόμετρο πετυχαίνει τους υψηλότερους στόχους του. Τα μυαλά των πλασμάτων που κατοικούν τον πλανήτη αρχίζουν να λιώνουν. Η φαιά ουσία διαχέεται στο δέρμα και μαυρισμένα κορμιά γεμίζουν τις παραλίες. Η συνταγή είναι απλή: μαρινάρισμα σε αλατισμένο νερό, λίγο λάδι για το ψήσιμο και παραμονή στον ήλιο μέχρι να ροδίσουν καλά. Εκστασιασμένοι οι κάτοικοι του πλανήτη βουτάν στο αλατισμένο νερό και περιμένουν στον ήλιο για το καλύτερο ψήσιμο.
Η απογοήτευση έρχεται μετά κι είναι τεράστια. Κανείς απ’ ολόκληρο το σύμπαν δεν τους προτίμησε σαν τους πιο νόστιμους μεζέδες. Συζητήσεις υψηλού επιπέδου, για την ποιότητα του λαδιού, την καταλληλότητα της ακτινοβολίας, το χρόνο ψησίματος καταλήγουν πως πρέπει να βρεθούν λύσεις χωρίς χρονοτριβές. Οι ανακαινίσεις πάντα προσελκύουν πελατεία. Αποφασίζεται λοιπόν η ανακαίνιση του πλανήτη. Και πρώτα πρώτα πρέπει να φύγουν απ’ τη μέση εκείνα τα παμπάλαια πράσινα διακοσμητικά και να μπουν στη θέση τους καινούργια, πιο μοντέρνα με σύγχρονο design από βελτιωμένες ποικιλίες που φυτρώνουν σε λιγότερο χρόνο συγκριτικά με το προβληματικό πράσινο που κληρονόμησαν από τους προγόνους τους.
Διάχυτη αισιοδοξία επικρατούσε από τη στιγμή που βρέθηκαν οι λύσεις. Η σιγουριά πως έχει πλέον ξεπεραστεί και το τελευταίο εμπόδιο για να καταξιωθούν ως οι νοστιμότεροι μεζέδες του σύμπαντος άνοιξε νέες προοπτικές για τα πλάσματα του πλανήτη. Σε συνεργασία με το προαναφερθέν team, η επιτυχία ήταν εγγυημένη και η εξασφάλιση της φήμης του νοστιμότερου μεζέ δεν θ’ αργούσε. Θα μπορούσαν επιτέλους να πουν περήφανα στο υπόλοιπο σύμπαν: “Εμείς είμαστε οι καλύτεροι μεζέδες! Προτιμήστε μας!”