26.8.07

______________________________


________________
Πάγωσε κάθε άλλη σκέψη...

21.8.07

άτιτλο
















__________________________________

Κόκκινο το φεγγάρι και μεθυσμένος ο Αύγουστος.
Η λάμψη της λάμας ψιθυρίζει ερωτόλογα στις ακακίες.
Το κύμα ραγίζει, στα δύο κόβεται ο χρόνος.
Μια χούφτα στάχτη στην άμμο.
Ήχος μυρτιάς στα χαλάσματα.
Ταξιδεύει, σιωπηλός καβαλάρης, ο έρωτας,
δρόμος και ταξιδιώτης συνάμα.
Σκεπασμένα με βρύα τα υγρά μονοπάτια,
οι δεσμοί του ανθρώπου με το χρόνο.
Τρέμοντας προχωράει η αυγή.
Ο βοριάς ξεσηκώνει την έρημο,
ταράζεται η σιωπή…
Κραυγές τα όνειρα.
Σκοτώνουν τον ύπνο…

_________________________

18.8.07

question???





_________

Η κάλπη και ο κάλπικος έχουν την ίδια ρίζα;;;

_______

17.8.07

χριστοδούλου χριστίνα












Χτίζω κάστρα με τα συναισθήματα
και μόνη τα γκρεμίζω.
Μοναδικό παιχνίδι των καιρών.
Φτιάχνω τραγούδια με ξεχασμένες λέξεις
και ύστερα κλαίω.
Κι αυτή είναι η πίκρα των καιρών.
Φωνάζω ονόματα κι ύστερα φεύγω
κι αυτή είναι η αλήθεια των καιρών.
Κι ύστερα...
Φτιάχνω τις μάσκες μου
και τις στολίζω
και τις φοράω
το πρόσωπό μου να μην βλέπετε
να μην το αυλακώνετε.
Μοναδικό στολίδι των χρόνων που έζησα
και των καιρών.
______________
χριστοδούλου χριστίνα
_______________
_______________
* ο τίτλος παραπέμπει στην πηγή
** η φωτογραφία είναι από εδώ

12.8.07

η νήσος των λωτοφάγων


Η αρχή ήταν φως κι υετός,
δρόσος σε φύλλα πράσινα, σταχτί στο χώμα.
Νεφοστεφής, πρώιμος ήλιος στεγνώνει
γη, χαμομήλι και φασκόμηλο, φύλλα και φρύγανα.
Άρωμα μεσημεριού σταλάζει πάνω στις ώρες,
εξαερώνει στην έρημο μύθους και θυμούς αδέσποτους.
Το χρώμα του δειλινού βάφει τον καρπό
καθώς φως ιδρωμένο σωριάζεται στο στεγνό χορτάρι.

Λυκόφωτος γέννημα, έρωτας,
ανδρώνεται στους ήχους της σελήνης…
Σκοτεινό θρέμμα, σιδερένιο δόρυ,
χάρτινη ασπίδα και ξύλινο άλογο
γίνεται λόγος και ρυθμός ξένος.

Ύστερα γεννήθηκε η μνήμη, αλγεινή,
με φαιοκίτρινους καταρράχτες κι ιώδεις θύελλες,
σε κατάλευκα μάρμαρα νύχτες ασέληνες,
με ήχους ψιθυριστούς από βουβές κουκουβάγιες
και βροχή φλύαρη να λασπώνει το χώμα.
Σαν βέλος καρφώθηκε στις ρίζες.
Το αίμα έτρεξε, το μονοπάτι άνθισε.

Ο άνεμος πριονίζει τα κλαδιά σφυρίζοντας,
τα ίχνη της αγκαλιάς σου, αρμύρα της θάλασσας
με ήχο στεγνό σε χρόνο ασάλευτο.
Παραμονεύεις σε περάσματα γνώριμα
κι η πάχνη της αυγής γεμίζει τα μάτια.
Τη φωτιά θα φέρει ο παγωμένος κεραυνός
που ξαγρυπνά τον έρωτα, τον θάνατο,
τον θάνατο του έρωτα, τον έρωτα του θανάτου...
xιοzίλ_04.12.06
_______________________

9.8.07

Η απέναντι πολυκατοικία














Έχω κι εγώ τις εμμονές μου. Εννιά χρόνια τώρα ζω στο κέντρο της πόλης κι αρνούμαι πεισματικά ν’ αλλάξω γειτονιά παρά τις αναποδιές που έτυχε να προκύψουν. Είναι η ασφάλεια που παρέχει η συνεύρεση με πρόσωπα γνώριμα, η καλημέρα που θα πεις χωρίς να πέσει κάτω, η χαρά όταν σε πετυχαίνουν στη στάση και θέλουν να μοιραστούν τα νέα τους, να μάθουν τα δικά σου… Όχι όλοι. Εκείνοι που τυχαίνει να εκπέμπετε στο ίδιο μήκος κύματος. Κι αυτό έχει μια άλλη διάσταση από την κακοπροαίρετη περιέργεια της επαρχίας ή από την τυπική καλημέρα στη δουλειά.
Κοιτώντας την απέναντι πολυκατοικία, βλέπω πάνω της και κομμάτια δικά μου. Είναι η πολυκατοικία που έμενα κι εγώ σ’ αυτήν πριν έρθω εδώ επειδή ο ιδιοκτήτης αποφάσισε να πουλήσει το διαμέρισμα. Ο κύριος Ν. έχει γεράσει και το πρόβλημα με την όραση του χειροτερεύει. Κάθε φορά που του λέω “καλημέρα”, στέκεται ένα-δυο δευτερόλεπτα να μ’ αναγνωρίσει προτού απαντήσει. Δεν ξέρω αν θυμάται πώς γνωριστήκαμε. Ο σκύλος του αποπειράθηκε να με δαγκώσει την πρώτη μέρα που έφτασα στο νέο μου σπίτι. Τώρα πως και γιατί πίστευε πως ο ρόλος του θυρωρού απαιτεί και σκύλο ο οποίος κυκλοφορεί ελεύθερος στους διαδρόμους της πολυκατοικίας δεν γνωρίζω. Το γεγονός είναι πως από εκείνη τη μέρα, ο σκύλος δεν κυκλοφορούσε όποτε και όπου ήθελε στο μικρό απέναντι χωριό. Η Μ. από τον τέταρτο, δεν μπορεί ν’ αρκεστεί σε μια καλημέρα. Οι αγκαλιές και τα φιλιά θα τη συνοδέψουν κάθε φορά που θα διασταυρωθούν οι δρόμοι μας. Η κυρία Λ. που εξακολουθεί να μένει στο υπόγειο και να καθαρίζει την πολυκατοικία κάθε Κυριακή, φοράει πάντα μια θλίψη στο πρόσωπό της τα δυο τελευταία χρόνια- από τότε που έχασε τον άντρα της κι αντικατέστησε τα πολύχρωμα φορέματα με τα μονότονα μαύρα της χηρείας.
Το ζευγάρι του τρίτου το γνωρίζω περισσότερο από τότε που ήρθα στην απέναντι πολυκατοικία. Δεν τους είχα συναντήσει ποτέ. Πίνουν τον απογευματινό τους καφέ στο μπαλκόνι, καθώς ο νεαρός ετοιμάζεται ν φύγει, ενώ η κοπέλα του έχει πριν λίγο επιστρέψει. Μοιάζει κι οι ίδιοι να δυσκολεύονται να βρουν κοινούς χρόνους και μου θυμίζουν δικούς μου χρόνους άλλους…
Η γιαγιά του ισογείου που της κατέβαζα τα σκουπίδια και ποτέ δεν χρειάστηκε να τη ρωτήσω τ’ όνομά της -το γιαγιά μου άρεσε κι απ’ ότι φαίνεται και στην ίδια- δεν ζει πια. Ένα πρωινό του καλοκαιριού του 2006, έπινα τον καφέ μου στο μπαλκόνι, όταν ήρθε το περιπολικό και κόσμος πολύς μαζεύτηκε στο διαμέρισμα του απέναντι ισογείου. Η κοπέλα που την φρόντιζε την είχε βρει νεκρή εκείνο το πρωί. Δεν είμαι σίγουρη γιατί, αλλά ο θάνατος της μ’ επηρέασε στον ίδιο, ίσως και μεγαλύτερο, βαθμό από τον χαμό δικών μου αγαπημένων προσώπων. Ίσως η αίσθηση της μοναξιάς, της εγκατάλειψης, το γεγονός ότι έφυγε αβοήθητη και τόσο μόνη…
Τώρα το διαμέρισμα έχει πια πουληθεί και στεγάζει τα γραφεία δυο δικηγόρων. Όπως άλλωστε και το διπλανό του. Εκείνο που άλλοτε είχα μείνει κι εγώ και πλέον στεγάζει το νεοαφιχθέν ζευγάρι…

Σημείο έναρξης το σχόλιο από τον Πλάγιο Ήχο:
“Στο απέναντι μονάχα μπαλκόνι, καθισμένος εκείνος ο γείτονας που ολόκληρο τον χρόνο δεν βρήκαμε χρόνο για μια καλημέρα και τώρα, Αύγουστος μήνας, καθόμαστε πάλι και συζητάμε.Από μπαλκόνι σε μπαλκόνι..Παραλειπόμενα ενός ακόμα χρόνου…”
εδώ.

7.8.07

ήσυχες μέρες του Αυγούστου

*************************

Alex Sussex
*************************

Alice Williams
*************************

Peggi Kroll Roberts
*************************
*************************
Michael O'Toole
*************************

Klimt
*************************
*************************
Klee
*************************
*************************
Kandinsky
*************************
*************************
Miro
*************************

Keith Mallett
*************************

Riki R. Nelson
*************************
*************************
Riki R. Nelson
*************************
*************************
Edvard Munch
*************************
_____________

6.8.07

τα καλοκαίρια...


Η άνοιξη φτάνει στο τέλος της. Οι μυρωδιές της όμως έχουν διαποτίσει κάθε γωνιά και κάθε χαραμάδα του δωματίου. Με ξεσηκώνουν και με ζαλίζουν, παρηγορώντας με που τον πρωινό καφέ της Κυριακής θα τον πιω χωρίς παρέα.
Ελπίζω να έχει συνέλθει από το χτεσινό μας μεθύσι, σκέφτηκα καθώς ο θόρυβος της μηχανής του αυτοκινήτου έφτανε στ’ αυτιά μου. Κινήθηκα να ρίξω λίγο νερό πάνω μου και να δω πώς θα κοντρολάρω κι εγώ το δικό μου. Τραβάω τις κουρτίνες κι ένας πρωινός ήλιος όλο νάζι ορμάει και με καλεί ν’ απολαύσω τα χάδια του. Δεν κατάφερα να του αντισταθώ. Αντί να πιω τον καφέ μου ακούγοντας τον πρωινό εκφωνητή του ραδιοφώνου, άφησα τον ήλιο να με παρασύρει κι έκλεισα την πόρτα πίσω μου. Είχε ήδη καταφέρει να εξοντώσει την παγωνιά της προηγούμενης νύχτας κι η πλατεία είχε προλάβει με τη σειρά της να μαζέψει τους συνταξιούχους της γειτονιάς και τους κάθε λογής αργόσχολους. Τελικά κανείς ποτέ δεν μπορεί να είναι σίγουρος για το πότε η θερινή περίοδος ξεκινάει...
Τα καλοκαίρια με τις μεγάλες μέρες…

Τα καλοκαίρια κάτω απ’ την κληματαριά της αυλής…
Τα μεσημέρια με τη γιαγιά να πηγαινοέρχεται και να φωνάζει να μην κάνουμε φασαρία…
Τότε που οι μέρες ήταν γεμάτες και τα μεγαλύτερα προβλήματα σταματούσαν στα γδαρμένα γόνατα, τα χρόνια γεμάτα ήχους, γέλια και φωνές, σιωπή και τρυφερότητα, όταν δεν υπήρχε ακόμα ο φόβος της χαράς. Τότε που τα παραμύθια τέλειωναν …κι αυτοί περάσανε καλά κι εμείς καλύτερα, και το πιστεύαμε ακόμα…
Ανάμεσα στις πιο ευχάριστες στιγμές της πρώτης μου ζωής ήταν τα παραμύθια. Όχι, η γιαγιά μας δεν έλεγε παραμύθια. Δεν την ρώτησα ποτέ αλλά είμαι σίγουρη πως δεν ήξερε κανένα. Τα παραμύθια τα έλεγε η μητέρα μας καθώς προσπαθούσε να μας πείσει να φάμε κάποιο φαγητό που δεν μας άρεσε ή το βράδυ όταν έκλεινε το φως για να κοιμηθούμε κι αφού πρώτα είχαμε ξεμπερδέψει με τον καυγά για το πού θα καθίσει, εφόσον όλοι την διεκδικούσαμε στο κρεββάτι μας. Τα παραμύθια μας τα διάβαζε τα βράδια η θεία, η αδελφή του πατέρα μας που έμενε ακόμα στο ίδιο δωμάτιο με τη γιαγιά κι ας είχε μεγαλώσει, κι άλλα παραμύθια μας έλεγε ο θείος, ο δίδυμος αδελφός της μητέρας μας που ήταν αυτοσχέδιες ιστορίες οι οποίες πάντα συνοδεύονταν από τ’ αντίστοιχά τους σκίτσα, φτιαγμένα πρόχειρα στο μικρό μπλοκάκι του που είχε για τα βερεσέδια. Τίποτα όμως, ποτέ δεν μπόρεσε να ξεπεράσει τ’ αυτοσχέδια παραμύθια του παππού που είχαν πάντα την γλυκιά γεύση εκείνου που δεν τελειώνει υιοθετώντας ένα στυλ μεταξύ περιπέτειας και road-movie κι αφήνοντας πάντα πίσω τους μια περίεργη αίσθηση λόγω του δυσδιάκριτου των ορίων μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας, η οποία και έκανε τα πάντα να φαντάζουν δυνατά…


Τα καλοκαίρια με τις μεγάλες μέρες άλλοτε…
Σήμερα τα παραμύθια έχουν προ πολλού τελειώσει και κανείς πια δεν πιστεύει πως στο τέλος ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα. Κυνηγάμε το χρόνο που πάντα καταφέρνει να ξεγλυστράει. Το σκάει προς άγνωστη κατεύθυνση και πίσω του εμείς λαχανιασμένοι αναζητάμε μερικές στιγμές που ταιριάζουν για να τις ξοδέψουμε μαζί…
xiozil_Μάιος 2004

4.8.07

ένας ακόμα Αύγουστος...

Vincent van Gogh












Σήμερα το φεγγάρι κρέμεται από την κεραία της απέναντι πολυκατοικίας. Κατέβηκε χαμηλά για να φωτίσει τα φύλλα των δέντρων του πάρκου που είναι πιο ακίνητα απ’ ότι σε φωτογραφία. Οι σταγόνες του ιδρώτα κυλάνε κατά μήκος της σπονδυλικής στήλης κι απειλούν να μουσκέψουν το σώμα. Ένα τριζόνι στο πάρκο κρατάει το ρυθμό σε ρόλο μετρονόμου. Η νύχτα μοιάζει απειλητική κι ο καύσωνας εξελίσσεται σε πλημμύρα.
Η ετοιμόρροπη γλάστρα στο ρετιρέ της απέναντι πολυκατοικίας με αγχώνει. Στον παρακάτω όροφο ετοιμάζονται ν’ απολαύσουν το δείπνο τους στο μπαλκόνι όπως η ζεστή βραδιά επιτάσσει. Το τραπεζομάντιλο στρώθηκε κι ο ήχος του μετάλλου στην πορσελάνη φτάνει στ’ αυτιά μου. Η γλάστρα είναι ακόμα στη θέση της.
Το ρολό του ισογείου είναι κλειστό αλλά στο ημίφως μέσα απ’ τις γρίλιες ξεχωρίζει η σιλουέτα του νεαρού που σηκώνεται και ντύνεται. Σε λίγο μια δεύτερη σιλουέτα ανασηκώνεται και παραμένει καθισμένη στο κρεββάτι. Ένα ζευγάρι προχωράει αργά στο πεζοδρόμιο, αγκαλιασμένοι σταματούν λίγο πριν συνεχίσουν και προκλητικά στέλνουν τα γέλια τους μέχρι τ’ αυτιά μου. Η γλάστρα είναι ακόμα στη θέση της.

Ένας ακόμα Αύγουστος, εισβάλοντας ορμητικά, έχει αρχίσει να ερημώνει την πρωτεύουσα αδειάζοντας στις εθνικές τ’ αυτοκίνητα που μέχρι πρότινος την κοσμούσαν. Πολύχρωμα σουβλάκια αυτοκινήτων κρέμονται από τους σταθμούς των διοδίων και τις εισόδους των λιμανιών, χαρούμενος διάκοσμος για την υποδοχή του Αυγούστου. Το Σούπερ Μάρκετ Αυγουστόπληκτο κι αυτό κι έρημο. Από τα οκτώ ταμεία λειτουργούσαν μόνο τα δύο και ουρά κανένα τους δεν είχε. Απόλαυση...
Ήσυχες ημέρες του Αυγούστου…
Στους δικούς μου χρόνους, ο Αύγουστος σηματοδοτεί τη λήξη. Τα έτη μου ξεκινάνε πάντα τον Σεπτέμβρη και τελειώνουν τον Αύγουστο. Μου ταιριάζει καλύτερα αυτή η τακτοποίηση του χρόνου. Η αίσθηση της ερήμωσης με τις μελαγχολικές της αναθυμιάσεις, η αναμονή της νέας έναρξης με τις εκρηκτικές της φυσαλίδες κι η ικανοποίηση της ολοκλήρωσης, υπογεγραμμένα από την αναμονή της Αυγουστιάτικης πανσελήνου, συναντώνται σ’ έναν πίνακα που συγκεντρώνει όλα τα χρώματα μα αδυνατεί ακόμα να πάρει μορφή.
Ο παρουσιαστής των ειδήσεων συνεχίζει με την ανακοίνωση των μέτρων για τις πυρκαγιές... Απτόητος... Ποτέ του δεν ενοχλήθηκε. Η παρουσία μου τον αφήνει αδιάφορο. Κι απουσία της προσοχής μου το ίδιο. Ανεπηρέαστος απ’ όσα συμβαίνουν στη δική μου ζωή συνεχίζει μιλώντας ακατάπαυστα για τις ζωές κάποιων άλλων, μακρινών ή πιο κοντινών συγκατοίκων μου σ’ αυτόν τον πλανήτη. Ζωές στα δελτία... Ζωές σε δόσεις...